ἀναπάλλακτος

ἀναπάλλακτος
ἀναπάλλακτος, ον,
A irremovable,

αἰσχύνη Jul.

ad Them.265d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπάλλακτος — ἀναπάλλακτος, ον (Α) [ἀπαλλάσσω] 1. ο στερεά προσκολλημένος κάπου, αναπόσπαστος, αμετακίνητος, μόνιμος 2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί, δεν έχει φύγει από κάπου …   Dictionary of Greek

  • ἀναπάλλακτος — irremovable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπάλλακτον — ἀναπάλλακτος irremovable masc/fem acc sg ἀναπάλλακτος irremovable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”